προγονική

προγονική
προγονικός
derived from parentage
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προγονικῇ — προγονικός derived from parentage fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και Παλαιοντολογικό Μουσείο Μυτιληνιών Σάμου — Το μουσείο λειτουργεί από το 1994 σε ένα νεόδμητο κτίριο που χτίστηκε με τη δωρεά του ιδρύματος Κωνσταντίνου και Μαρίας Ζημάλη για να στεγάσει κυρίως τη μεγάλη συλλογή των παλαιοντολογικών ευρημάτων της Σάμου. Η απολιθωμένη πανίδα του νησιού, η… …   Dictionary of Greek

  • Original sin — For other uses, see Original Sin (disambiguation). Original sin[1] is, according to a theological doctrine, humanity s state of sin resulting from the Fall of Man.[2] This condition has been characterized in many ways, ranging from something as… …   Wikipedia

  • Ancestral sin — ( el. προπατορική αμαρτία or el. προπατορικό αμάρτημα, more rarely el. προγονική αμαρτία) is the object of a Christian doctrine taught by the Eastern Orthodox Church. Some identify it as inclination towards sin, a heritage from the sin of our… …   Wikipedia

  • παπποτερόθεν — Μ επίρρ. από προγονική κληρονομιά («ὦ βασιλέων βασιλεῡ... καὶ κράτος τὸ τρισκράτιστον ἀπὸ παπποτερόθεν», Πρόδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τού ορθ. παππόθεν, με επίδραση τών ετέρωθεν εκατέρωθεν] …   Dictionary of Greek

  • παραδοχή — η / δωρ. τ. παραδοχά, ΝΑ νεοελλ. το να παραδέχεται κανείς κάτι, η συμφωνία για κάτι ότι είναι σωστό ή αληθινό αρχ. 1. το να λαμβάνει κάποιος κάτι, η αποδοχή, η παραλαβή 2. αντίληψη 3. κληρονομική μεταβίβαση, προγονική παράδοση («πατρίους… …   Dictionary of Greek

  • πατροπαράδοσις — ἡ, Μ προγονική παράδοση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + παράδοσις] …   Dictionary of Greek

  • πατροπαράδοτος — η, ο / πατροπαράδοτος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει παραδοθεί από τους πατέρες, από τους προγόνους, που έχει μεταβιβαστεί διαδοχικά, ο κληρονομικός από παράδοση νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πατροπαράδοτο (ενν. πράγμα) παράδοση, προγονική κληρονομιία 2 …   Dictionary of Greek

  • πεπρωμένος — η, ο / πεπρωμένος, η, ον, ΝΑ 1. γραμμένος από τη μοίρα, μοιραίος 2. το ουδ. ως ουσ. το πεπρωμένο(ν) το ορισμένο από τη μοίρα, το γραφτό, η ειμαρμένη 3. φρ. «τὸ πεπρωμένον φυγεῑν ἀδύνατον» είναι αδύνατον να αποφύγει κανείς ό,τι είναι καθορισμένο… …   Dictionary of Greek

  • προγονικός — ή, ό / προγονικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρόγονος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους προγόνους, πατρογονικός, προπατορικός (α. «προγονική δόξα» β. «προγονικαὶ κτήσεις», επιγρ.) 2. αυτός που προέρχεται από τους προγόνους, πατροπαράδοτος νεοελλ. συνεκδ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”